χαρμάνι

χαρμάνι
τό
1) смесь различных сортов табака; 2) смесь (кофе и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "χαρμάνι" в других словарях:

  • χαρμάνι — το, Ν 1. μίγμα διαφόρων ειδών και ποιοτήτων καπνού 2. (κατ επέκτ.) κάθε είδους μίγμα για βιομηχανική κατεργασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. harman] …   Dictionary of Greek

  • χαρμάνι — το (λ. τουρκ.) 1. μείγμα καπνών διάφορων ειδών και ποιοτήτων. 2. κάθε είδος μείγματος για βιομηχανική κατεργασία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αχαρμάνιαστος — η, ο εκείνος που δεν έχει ανακατευθεί σε χαρμάνι («αχαρμάνιαστα καπνά») …   Dictionary of Greek

  • χαρμάνα — η, Ν [χαρμάνι] στέρηση, ιδίως από ναρκωτικό …   Dictionary of Greek

  • χαρμάνης — ο, Ν [χαρμάνι] 1. ναρκομανής που έχει στερηθεί το ναρκωτικό 2. μανιώδης καπνιστής που έχει ώρα να καπνίσει …   Dictionary of Greek

  • σφιχτός — ή, ό 1. επίρρ. ά αυτός που σφίγγει: Τα παπούτσια που πήρε του είναι λίγο σφιχτά. 2. σφιγμένος: Σφιχτή μέση. 3. πυκνός, στερεός, όχι πλαδαρός: Το έκανες πολύ σφιχτό το χαρμάνι. – Έχει σφιχτό κορμί. 4. τσιγκούνης: Είναι πολύ σφιχτός και του μένουν… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»